Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΑΧΗ ΤΡΙΩΝ ΦΙΛΩΝ=1]ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ,2]ΟΜΕΡ ΒΡΥΩΝΗΣ,3]ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΑΧΗ ΤΡΙΩΝ ΦΙΛΩΝ=1]ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ,2]ΟΜΕΡ ΒΡΥΩΝΗΣ,3]ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ 
---------------------------------------------------------------------------------------- 
Πως η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21 εφερε αντιμετωπους τον ΟΜΕΡ ΒΡΥΩΝΗ με τον ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ και τον ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟ. 
-------------------------------------------------------------------------------------- 
Η τραγική εκείνη μορφή πού στο πρόσωπό του κατοπτρίζεται το αρβανίτικο έπος τού 1821 


πού εύστοχα ο Πετρόπουλος το αναφέρει ως ένα άρβανιτο-αρβανίτικο μακελειό.
Βλάμης από τα παιδικά του χρόνια με καπεταναίους χριστιανούς καί μουσουλμάνους Αρβανίτες πού αργότερα θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο ενός τιτάνιου αγώνα,μιάς καί όλοι αυτοί βρέθηκαν καί ανατράφηκαν στην μεγάλη στρατιωτική σχολή τού Αλή των Ιωαννίνων.
Ο Βρυώνης,προσωπικός φίλος τού Αντρούτσου,τού Καραϊσκάκη αλλά καί βλάμης μιάς άλλης τραγικής μορφής,τού Αθανάσιου Διάκου,έμελλε να ταυτιστεί με τον μαρτυρικό θάνατο
τού τελευταίου.Καί έρχεται στα 1897 η μαρτυρία από τούς απογόνους των Σουλιωτών οπλαρχηγών,το πόσο προσπάθησε ο Βρυώνης να γλιτώσει τον αδελφό του Διάκο πού ήδη είχε αιχμαλωτιστεί από τούς ανατολίτες χαλδούπηδες.
Η μαρτυρία λοιπόν αυτή μας διαβεβαιώνει πως ο Βρυώνης ζήτησε δήθεν από τούς Τούρκους να
παραλάβει ο ίδιος τον Διάκο να τον τιμωρήσει αλλά με αντικειμενικό καί μόνο σκοπό να γλιτώσει τη ζωή του.Δεν τα κατάφερε καί ευρισκόμενος πιά στη σκηνή του ο Βρυώνης να κλαίει σαν μικρό παιδί,μαθαίνοντας πλέον τον θανατό του.
Αλήθεια,πότε θα μαθευτεί καί θα διερευνηθεί σε βάθος εκείνη η τιτάνια εμφύλια αρβανίτικη διαμάχη;
Ποιός θα περιγράψει εκείνον τον εμφύλιο σπαραγμό πού η τουρκιά καί οί βρωμοθρησκείες δίχασαν
καί αιματοκύλησαν έναν ολόκληρο λαό;
Πότε καί ποιός ποιητάρης θα βρεθεί να τραγουδήσει,να θρηνήσει καί να εξιστορίσει το αρβανίτικο έπος τού 21'; 
------------------------------------------------------------------------------------- 

Αθανάσιος Διάκος και Ομέρ Βρυώνης
Οι μάχες στην Αλαμάνα και στο Χάνι της Γαβριάς
---------------------------------------------------------------------------------------- 
 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ στο ποιημα του η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ.

<<...Το αιμα τ αρβανιτικο
μαζι με το δικο μας
αδερφωμενο εβαψε την γη....
Εχουν την ιδια τη βαφη
σα σμιγουν πεθαμενα
πως δε θα σμιξουν ζωντανα>>


Δεν ήξερε, αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή να θυμώσει. Στην πραγματικότητα, την είχε πάθει σαν αρχάριος. Έπρεπε να το φανταστεί πως ο παλιός του φίλος δε θα καθόταν να σκοτωθεί κοροϊδίστικα. Βαρούσε από το πρωί το χάνι με τα κανόνια του κι απάντηση δεν έπαιρνε, ώσπου κάτι ψυλλιάστηκε. Έστειλε ένα απόσπασμα να δει, τι τρέχει. Γύρισαν και του είπαν ότι μέσα δεν υπήρχε ψυχή ζωντανή. Μόνον έξι νεκροί, τοποθετημένοι σε μιαν άκρη. Όχι. Ο φίλος του Οδυσσέας δεν ήταν ανάμεσά τους.
Άθελα του, ο Ομέρ Βρυώνης θυμήθηκε τον Διάκο. Τζάμπα κι άδικα είχε χαθεί. Βάλθηκε να αναλύει την άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου, μη μπορώντας να καταλάβει ότι η διαφορά δε βρισκόταν στους χαρακτήρες αλλά στην τοποθεσία. Στα κακοτράχαλα κατσάβραχα η απομονωμένη Γραβιά, πλάι στις Θερμοπύλες η Αλαμάνα: 23 αιώνες μνήμης δεν άφηναν άλλη διέξοδο στο παλικάρι, παρά να ξαναπεί «Μολών λαβέ».
Οι Βρυώνηδες κρατούσαν από παλιά ελληνοαλβανική γενιά, με ρίζες που έφταναν ως το Βυζάντιο. Όταν οι Τούρκοι πήραν τη χώρα, η οικογένεια χωρίστηκε. Οι μισοί έφυγαν στα Επτάνησα και συνέχισαν να είναι χριστιανοί. Οι άλλοι, έμειναν στον τόπο τους κι εξισλαμίστηκαν. Από αυτούς τους τελευταίους καταγόταν ο Ομέρ, που ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και βρέθηκε στην υπηρεσία του Αλή Πασά, στα Γιάννενα. Εκεί γνώρισε τον Οδυσσέα.
Ο γιος του ήρωα Γεώργιου Ανδρούτσου γεννήθηκε στην Ιθάκη, το 1790. Στα 7, έμεινε ορφανός. Στα 16 του, βρέθηκε σωματοφύλακας του Αλή Πασά. Πέρασε αρματολός στα βουνά με δράση που δεν άφησε αδιάφορο τον αφέντη της Ηπείρου. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος χρίστηκε αρχηγός για όλα τα αρματολίκια της Ανατολικής Ρούμελης.
Η φιλία του Ομέρ Βρυώνη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σφυρηλατήθηκε στα γλέντια και στις μάχες. Στα 1814, ένας τρίτος ήρθε στην παρέα: Ο Αθανάσιος Γραμματικός, γεννημένος το 1791. Στα 17 του, ήταν καλόγερος. Αργότερα, κλέφτης στα βουνά, επειδή σκότωσε έναν Τούρκο δερβέναγα. Φορούσε το καριοφίλι και τα βόλια πάνω από το ράσο και γι’ αυτό οι πολλοί τον ήξεραν με τ’ όνομα Αθανάσιος Διάκος. Έγινε πρωτοπαλίκαρο του αρματολού Γούλα Σκαλτσά και, στα 23 του, μπήκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά. Ο Ανδρούτσος τον πήρε κάτω από την προστασία του. Στα 1820, του έδωσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Από το 1818, άλλωστε, κι οι δυο ήταν μυημένοι στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσης που εργαζόταν για την επανάσταση των Ελλήνων.
Η ρήξη του Αλή Πασά με την Υψηλή Πύλη έγινε αιτία να σκορπίσει η παρέα. Ο Ομέρ Βρυώνης παράτησε το γέρικο «λιοντάρι της Ηπείρου» και προσχώρησε στην υπηρεσία του σουλτάνου, μετέχοντας στην πολιορκία των Ιωαννίνων. Ο Διάκος βρισκόταν στο αρματολίκι του, όπου και παρέμεινε. Ο Οδυσσέας έφυγε στους Παξούς κι από εκεί στην Πάτρα, όπου τον βρήκε η επανάσταση, τον Μάρτιο του 1821.
Στη Λιβαδειά, οι συσκέψεις των φιλικών γίνονταν σχεδόν απροκάλυπτα. Ο διοικητής Καρά Ισμαήλ αγάς κάτι υποψιάστηκε και ζήτησε άδεια από τον σερασκέρη της Λάρισας Μαχμούτ Δράμαλη να σφάξει «προληπτικά» τους πρόκριτους. Οι Έλληνες το έμαθαν και δωροδόκησαν μερικούς ευυπόληπτους Τούρκους, ώστε να μάθει ο Δράμαλης ότι ο αγάς ήταν μεγάλος ψεύτης. Ο Ισμαήλ αντικαταστάθηκε από τον Χασάν αγά που πήρε εντολή να συνεργαστεί με τους πρόκριτους για το καλό του τόπου. Η οργάνωση της επανάστασης συνεχίστηκε απρόσκοπτα.
Στις 26 Μαρτίου του 1821, ο απεσταλμένος του Αθανάσιου Διάκου στα Σάλωνα γύρισε στη Λιβαδειά έχοντας σκοτώσει στο δρόμο τον Τούρκο ταχυδρόμο κι έναν Αλβανό, που έφερναν στον Χασάν το μήνυμα ότι η πόλη επαναστάτησε. Όμως, τα νέα έφτασαν στ’ αφτιά του Χασάν, που ζήτησε εξηγήσεις. Ο Διάκος τον διαβεβαίωσε πως τίποτα δε γινόταν στα Σάλωνα, ενώ «η... αλήθεια ήταν ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βγήκε στο Μοριά με 10.000 οπλισμένους κι απειλούσε να έρθει στη Λιβαδειά». Ο Χασάν τρόμαξε και ζήτησε από τον Διάκο να στρατολογήσει υπερασπιστές της πόλης. Δεν είχε μάθει, τι γίνηκε στην Καλαμάτα, όπου ανάλογοι «υπερασπιστές» την είχαν κυριεύσει.
Με την άδεια των Τούρκων, ως τις 28 Μαρτίου, ο Διάκος μάζεψε 5.000 άντρες και στρατοπέδευσε απέναντι από το κάστρο της πόλης. Στις 29, άρχισε την επίθεση. Στις 30, συμφώνησε με τους Αλβανούς ότι δεν είχαν κανένα λόγο να υπερασπίζονται τον ηλίθιο διοικητή και τους έπεισε να φύγουν απ’ τη μέση.
Μεσάνυχτα, 30 προς 31 Μαρτίου 1821, οι Έλληνες ξεκίνησαν γενική έφοδο. Ως το ξημέρωμα, είχαν πάρει το πρώτο τείχος του κάστρου. Το πρωί, ο Χασάν αγάς παραδόθηκε. Την επομένη, 1η Απριλίου, γίνηκε πανηγυρική δοξολογία. Τρεις επίσκοποι ευλόγησαν τη σημαία του Διάκου, που είχε μπροστά του ακόμη 22 ημέρες ζωή.
Ο Χουρσίτ πασάς ήταν απασχολημένος με την πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα, όταν έμαθε για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Έδωσε διαταγή στον Μουσταφάμπεη να οδηγήσει 3.500 Αλβανούς στην Πελοπόννησο για να ενισχύσει τους πολιορκημένους Τούρκους, όπου ακόμη αντιστέκονταν. Κι έστειλε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να πάρουν στρατό από το Ζητούνι (τη σημερινή Λαμία), να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη, να περάσουν έπειτα στην Πελοπόννησο, να ενωθούν με τον Μουσταφάμπεη και να πνίξουν οριστικά τον ελληνικό ξεσηκωμό.
Ο τουρκικός στρατός βγήκε από το Ζητούνι στις 9 Απριλίου: 9000 πεζοί και καβαλάρηδες. Ο Διάκος βγήκε από τη Λιβαδειά με τους 1.800 άντρες του μοιρασμένους στα τέσσερα. Με κλεφτοπόλεμο, παρενοχλούσε τους Τούρκους χωρίς να τους εμποδίζει να προελάσουν. Απλά, τους καθυστερούσε. Αποφάσισε να δώσει μάχη στη γέφυρα της Αλαμάνας, στον Σπερχειό ποταμό, κοντά στις Θερμοπύλες.
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε φοβερή στις 20 Απριλίου 1821. Οι Έλληνες άντεξαν τρεις μέρες. Στις 23, ο Ομέρ Βρυώνης πρότεινε στον Διάκο έντιμη παράδοση. Πήρε περήφανη άρνηση και διέταξε γενική επίθεση. Τσάκισε τα ελληνικά άκρα και περικύκλωσε το κέντρο. Οι Έλληνες νικήθηκαν κι ο Διάκος πιάστηκε αιχμάλωτος.
Οι αξιωματικοί του Ομέρ Βρυώνη απαιτούσαν εκδίκηση. Εκείνος κοιτούσε τον κολλητό του φίλου του Οδυσσέα, θαυμάζοντας την παλικαριά του. Η ιδέα του ήρθε ξαφνικά και του φάνηκε εκπληκτική και σωτήρια. Πρότεινε στον Διάκο να αλλαξοπιστήσει με αντάλλαγμα τη ζωή του. Έτσι κι αλλιώς, λόγια ήταν. Και κανένας από τους αξιωματικούς του δε μπορούσε να πει λέξη. Χαμογελούσε στη σκέψη ότι θα είχε να παινεύεται στον Ανδρούτσο με πόση πονηριά γλίτωσε τον προστατευόμενό του. Ίσως και να ονειρευόταν επανασύσταση της παλιοπαρέας και καινούρια γλέντια.
Το ξερό «όχι» του Διάκου τον άφησε άναυδο. Ο Λεωνίδας και οι 300 του βρίσκονταν εκεί δίπλα. Εκεί δίπλα είχε ειπωθεί το «μολών λαβέ». Εκεί δίπλα είχε πάρει σάρκα και οστά το «ή ταν ή επί τας» της Σπαρτιάτισσας μάνας. Και να ήθελε, δεν υπήρχαν περιθώρια να φερθεί αλλιώς. Ένα δημοτικό τραγούδι μας παρέδωσε ολόκληρη στιχομυθία ανάμεσα στον Αθανάσιο Διάκο και τον Ομέρ Βρυώνη. Οι Τούρκοι τον σούβλισαν ζωντανό, στα 30 του χρόνια.
Ένα άλλο δημοτικό τραγούδι θέλησε τον Διάκο να λέει την ώρα του μαρτυρίου του:
«Για δες καιρό που διάλεξε / ο χάρος να με πάρει, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλωνιά / και βγάζει η γης χορτάρι».
Ο Ομέρ Βρυώνης γύρισε στο Ζητούνι κι άρχισε τις ετοιμασίες για να περάσει στην Πελοπόννησο, όπου ο Μουσταφάμπεης έλυσε τις πολιορκίες του Ναυπλίου και του Ακροκόρινθου κι έφτασε στην Τρίπολη, στις 30 Απριλίου, περιμένοντας τις ενισχύσεις. Τον ίδιο καιρό, ένα καΐκι έφερνε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σε μια παραλία κοντά στο Γαλαξίδι. Τον περίμεναν εκεί, ο Ιωάννης Γκούρας και μερικοί άνδρες. Αρχές Μαΐου, βρέθηκαν στη Γραβιά.
Το έμαθε ο Ομέρ Βρυώνης κι ενθουσιάστηκε. Η Πελοπόννησος κι ο Μουσταφάμπεης μπορούσαν να περιμένουν. Κάθισε κι έγραψε στον παλιόφιλο ότι θα πήγαινε να τον συναντήσει. Οι δυο τους είχαν πολλά να πουν:
«Έλα μαζί μου και θα σου ξαναδώσω όλα τ' αρματολίκια της Ανατολικής Στερεάς», του υποσχέθηκε 
.

Αραγμένος στο χάνι της Γραβιάς, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διάβασε στους συντρόφους του το γράμμα του Ομέρ Βρυώνη. Εκτός από τον Γκούρα και τους άνδρες του, βρίσκονταν εκεί κι οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης κι όσοι σώθηκαν από τη μάχη στη γέφυρα της Αλαμάνας: Ο Κομνάς Τράκας, ο Παπαντρέας Κοκκοβιστιανός και άλλοι. Συμφώνησαν με τον Ανδρούτσο: Αφού ο Τουρκαλβανός ερχόταν στη Γραβιά, σίγουρα είχε σκοπό να πάρει τα Σάλωνα, να πάει στο Γαλαξίδι κι από κει να περάσει στην Πελοπόννησο και να χτυπήσει την επανάσταση. Άρα, δεν ήταν ο Ισθμός το πέρασμα των Τούρκων για τον Μοριά, όπως αρχικά υπέθεταν οι Έλληνες.
Ο Οδυσσέας πρότεινε να οχυρωθούν στο χάνι και να προσπαθήσουν να κρατήσουν τους Τουρκαλβανούς. Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης είχαν διαφορετική γνώμη: Αν έχαναν τη μάχη, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Άλλωστε, το χάνι κάθε άλλο παρά οχυρό μπορούσε να το πει κανείς...
Ανδρούτσος και οπλαρχηγοί διαφωνούσαν ακόμη, όταν στις 7 Μαΐου ήρθαν τα χαμπέρια: Ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία με τους 9.000 Τουρκαλβανούς και κατευθυνόταν στη Γραβιά. Είχε αφήσει τον Κιοσέ Μεχμέτ με αξιόλογη δύναμη στη Μπουδουνίτσα, να φυλάει τα νώτα. Το πράγμα δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Συμφώνησαν να συγκεράσουν τις απόψεις: Ο Πανουργιάς κι ο Δυοβουνιώτης έπιασαν τ’ αριστερό του δρόμου. Ο έμπιστος του Ανδρούτσου Χρήστος Σουλιώτης έπιασε το δεξιό. Ο Οδυσσέας μπήκε στο χάνι. Τον ακολούθησαν 120. Ανάμεσά τους, ο Γκούρας, ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Κομνάς Τράκας, ο Παπαντρέας Κοκκοβιστιανός. Επισκεύασαν πρόχειρα το χάνι, άνοιξαν πολεμίστρες, στερεώσανε τις πόρτες. Και περίμεναν...
Πρωί 8 Μαΐου 1821, φάνηκαν οι Τούρκοι. Ο Ομέρ Βρυώνης ακολούθησε την τακτική, που εφάρμοσε στην Αλαμάνα: Χώρισε το στρατό του στα τρία και χτύπησε διαδοχικά τους οχυρωμένους στα αριστερά κι αυτούς στα δεξιά του δρόμου. Τους σκόρπισε. Το κεντρικό τμήμα στάθηκε μπροστά στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε ένα δερβίση να πει του Ανδρούτσου να βγει να κουβεντιάσουν. Ήταν φίλοι, διάολε!
Ο Οδυσσέας σήκωσε το όπλο, σημάδεψε, πυροβόλησε. Ο δερβίσης έπεσε νεκρός. Ταυτόχρονα, μια ομοβροντία από το χάνι έπεισε τον Τουρκαλβανό πως έπρεπε να δώσει μάχη, αν ήθελε να περάσει. Σχεδόν αμέσως εκδηλώθηκε η επίθεση. Αποκρούστηκε, εύκολα. Ο Ομέρ Βρυώνης μελέτησε την κατάσταση κι έστειλε τους Τουρκαλβανούς το μεσημέρι να χτυπήσουν ξαφνικά το χάνι. Αποκρούστηκαν και πάλι. Ως να βραδιάσει, οι επιθέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Σωρός τα ανθρώπινα σώματα στο πλάτωμα του δρόμου: Πάνω από τριακόσιοι οι νεκροί και κάπου εξακόσιοι τραυματίες. Ο Ομέρ Βρυώνης προβληματιζόταν. Το χάνι δεν έπεφτε. Έστειλε να φέρουν κανόνια από τη Λαμία...
Είχε νυχτώσει, όταν κόπασαν οι μάχες. Οι Έλληνες μέσα στο χάνι μετρήθηκαν. Είχαν έξι νεκρούς. Ο Ανδρούτσος δεν το ρισκάριζε. Αν ήταν στη θέση του Ομέρ Βρυώνη, θα έφερνε κανόνια από τη Λαμία να σμπαραλιάσει το χάνι. Άρα, αυτό θα έκανε κι ο παλιός του φίλος. Αποφάσισε να φύγουν μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Μαύρο σκοτάδι κάλυπτε την περιοχή. Ο Γκούρας βγήκε πρώτος. Ακολούθησαν οι άλλοι. Τελευταίος βγήκε ο Ανδρούτσος. Χάθηκαν μέσα στη νύχτα χωρίς κανείς να τους αντιληφθεί. Το πρωί, ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε τι είχε γίνει, όταν παραξενεύτηκε που δεν απαντούσαν στους πυροβολισμούς των δικών του. Ήταν όμως αργά να κάνει ο,τιδήποτε.
Όντως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο φάνηκαν στην αρχή. Μια χούφτα Έλληνες τον σταμάτησαν και του προκάλεσαν απώλειες 300 νεκρούς κι 600 τραυματίες. Δεν μπορούσε να προχωρήσει στην Πελοπόννησο αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη Στερεά. Έμαθε πως τα γυναικόπαιδα των Ελλήνων βρίσκονταν στα Βλαχοχώρια της Γκιώνας. Πήρε 3.000 άντρες και κίνησε κατά κει. Στον Αετό, τον πρόλαβε ο Γκούρας. Έπεσε πάνω του και πετσόκοψε το στρατό του. Ο Ομέρ Βρυώνης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μπουδουνίτσα, όπου τον περίμενε ο Κιοσέ Μεχμέτ. Το σχέδιο να καταλάβει τα Σάλωνα και να περάσει από το Γαλαξίδι στην Αχαΐα ματαιώθηκε. Προτεραιότητα αποκτούσε το ξεκαθάρισμα της Στερεάς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και 120 Έλληνες κατάφεραν να σώσουν την επανάσταση στο Μοριά... 
----------------------------------------------------------------------------------------- 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.
Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δεί­χνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.
Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει 
--------------------------------------------------------------------------------------------. 
Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903. 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 

ΤΥΧΕΡΟ ΕΒΡΟΥ 10-6-2016                                ΚΑΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

2 σχόλια:

  1. Να λέγονται. Για να λάβουμε συνείδηση επιτέλους τι σύνθετο και φοβερό πράμα είμαστε εμείς οι Έλληνες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μα εδω μιλαμε για Αρβανιτες...και εγω δεν εβρικα Ελληνες.
    Αρβανιτικη εξεγερση του 1821.Κανενας Ελληνες δεν ηταν καπετανιος.Και οι Αρβανιτες καπεταναίοι δεν γινετε να πολεμήσουν με ελληνες στρατιωτες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν στην ανάδειξη των στόχων του ιστολογίου . Υβριστικά και προσβλητικά θα διαγράφονται