Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΜΠΕΣΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ

ΜΠΕΣΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ
Η αλβανική και αρβανίτικη λέξη μπέσα (besa) σημαίνει κατά λέξη πίστις και συνδέεται με δύο άλλες αλβανικές λέξεις (betim) όρκος και (besoj) πιστεύω. Η λέξη pabesa στα αλβανικά σημαίνει χωρίς pa μπέσα και στα ελληνικά έγινε ο μπαμπέσης
. Όπως και για το φιλότιμο οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι η έννοια της μπέσας είναι αμετάφραστη .
Αρχικώς η μπέσα - μπεσαλής ήταν ο λόγος τιμής , ή προφορική υπογραφή μιας κοινωνίας που δεν γνώριζε γραφή , η επίσημη και πανηγυρική υπόσχεση που εθεωρείτο ιερή και δεν εδύνατο με κανένα τρόπο να παραβιασθή. Η αλβανική μυθολογία αναφέρει νεκρούς άνδρες , ( διότι η μπέσα δεν αφορά γυναίκες) που βγήκαν από τους τάφους τους για να τιμήσουν την υπόσχεσή τους , την μπέσα τους . Αργότερα η λέξη συγχωνεύθηκε με το ελληνικό φιλότιμο , δηλαδή τον λόγο τιμής που πρέπει να κρατηθεί με την έννοια ότι εάν έχω φιλότιμο τότε έχω και μπέσα και το ανάποδο αλλά στο βάθος των εννοιών εξακολουθεί να υφίσταται μία λεπτή διαφορά . Η μπέσα αφορά την αξιοπιστία και εν τέλει τον εγωισμό , ενώ το φιλότιμο είναι κατά κάποιο τρόπο ευρύτερο και πνευματικότερο . Οι Δυτικοί όμως ασχολήθηκαν περισσότερο με την Ελληνική λέξη φιλότιμο παρά με την αντίστοιχη Αλβανική λέξη μπέσα .

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Ο μπαρμπα-Νικόλας, πλανόδιος μανάβης, είχε το σέβας ολωνών, γιατί ήταν απονήρευτος, μα και
 

καλοσυνάτος. Φόρτωνε από το χάραμα τα καφάσια του γαδάρου του με ό,τι ύπαρχε, κάθε πράμα στον καιρό του, χόρτα, κρομμύδια, πατάτες, ζαρζαβατικά ολόφρεσκα, που ήτανε για στόλισμα στο βάζο. Τα προφαντά μυροκοπούσανε. Εκειδά, στο έμπα του χειμώνα τα μανταρινοπορτόκαλα και του καλοκαιριού αρχή αρχή τ' αγγούρια, οι ντομάτες, τα καϊσιά και τα ποπόνια, που με τη μυρωδιά τους ησπούσανε τη μύτη...
»Ο μπαρμπα-Νικόλας για τα βερεσέδια τεφτέρι δεν βαστούσε, τριγύρναγε μ' ένα μολύβι στ' αυτί και τα 'γραφε μ' αυτό στο κάτασπρο ντουβάρι του κάθε σπιτιού που του χρώσταγε. Πρόσεχε να 'ναι το μέρος σκεπανό απ' τη βροχή να μη μουτζαλωθούνε. Τότες ύπαρχε μπέσα και φιλότιμο. Κανένα χέρι δεν τ' αγγούσε. Πριν από τη Λαμπρή ασπρίζανε τα σπίτια, για να βαστάνε παστρικά στην εορτή του Αϊ-Γιωργιού ακόμα και της Αγιας Δωριάς, που θα περνούσε η λιτανεία. Τα βερεσέδια κλείνανε σε κύκλο στο ντουβάρι, μη λάχει με το ασβέστωμα και λερωθούνε.
----------------------------------------------------------------------------------------
Μπέσα είναι ο ορισμός της εντιμότητας για τους Αρβανίτες.
Και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο για να αποδώσει την σημασία της αξιοπιστίας κάποιου στον μέγιστο βαθμό..
"Μπέσα: η αρβανίτικη υπογραφη
-----------------------------------------------------------------------------------
Στο αρβανίτικο «εθιμικό δίκαιο» όλων των αρβανιτοχωριών στις προηγούμενες δεκαετίες δυο βασικές έννοιες διαμόρφωναν την περί δικαίου «κοινή αντίληψη» και καθόριζαν τους κοινωνικούς κανόνες:
α) Η «μπέσα» και
β) Η «ατιμία»
Η μπέσα= πίστη, εμπιστοσύνη, ετυμολογικά είναι ουσιαστικό καταχωρημένο πια και στην επίσημη γλώσσα μας, προερχόμενο από την >αλβ. λέξη: bes(e) και ήταν η ουσιαστική επισφράγιση και συνομολόγηση μιας υπόσχεσης ότι θα τηρηθεί απαρέγκλιτα η συμφωνία που γινόταν.
Αυτός που έδινε τη μπέσα είχε πλήρη συνείδηση και επίγνωση ότι η υπόσχεσή του ήταν αμετάκλητη, εξ ου και η φράση «μπεσαλής» που περιέγραφε και περιγράφει το «ντόμπρο» άνθρωπο και το υπεύθυνο άτομο.
«Φιάλλα΄τ τ΄σ ντάλι΄ν γκά γκόλιε, σ΄ μέρ(ε)τ ΄ πράπ» έλεγαν, δηλαδή ο λόγος που βγαίνει από το στόμα δεν παίρνεται πίσω, όποιος επομένως δεν κρατούσε το λόγο του δεν είχε και μπέσα…
Η λέξη αυτή συνόψιζε όλους τους τότε «κανόνες δικαίου» και ήταν ο «ακρογωνιαίος λίθος» του ισχύοντος απλοϊκού «αρβανίτικου δικαίου». Οι Αρβανίτες που «έδιναν τη μπέσα» δεν καταδέχονταν να την πάρουν πίσω όχι από φόβο, ένα συναίσθημα μάλλον άγνωστο στους προγόνους μας, γιατί απέδειξαν έμπρακτα αγωνιζόμενοι υπέρ «βωμών και εστιών» ότι κανέναν δεν φοβήθηκαν ή υπολόγισαν αλλά από λόγους εγωισμού, αυτοσεβασμού και προπάντων περηφάνιας. Και μόνο η αναφορά και η εκφώνηση της φράσης «μπέσα» έφτανε, μετά δίνονταν τα χέρια και κατόπιν ακολουθούσε αγκάλιασμα εναλλάξ και «σταυροφίλημα» ούτε «χαρτιά» ούτε «υπογραφές» ούτε «σφραγίδες»…
Η καθιέρωση αυτού του «δικαιϊκού συστήματος» δεν έγινε από κανένα νομοθέτη, δεν ήταν «προϊόν» επιστημονικών και νομικών διεργασιών, δεν ήταν επιβολή από καμιά δημόσια αρχή ήταν όμως αν και «ενστικτώδης» και «άγραφος νόμος», η βασική και θεμελιώδης αρχή, που κρατούσε την αρβανίτικη κοινωνία σε ευταξία και διασφάλιζε σε σημαντικό βαθμό την ανθρώπινη πίστη-εμπιστοσύνη αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η μπέσα λοιπόν και στα Βάγια λειτουργούσε σαν «κώδικας συμπεριφοράς» ατομικής και ομαδικής, καλύπτοντας σημαντικό πεδίο των πάσης φύσεως συναλλαγών των κατοίκων του χωριού από τα καθημερινά μέχρι πιο σύνθετες δραστηριότητες όπως οι δανεισμοί, οι μεταβιβάσεις χωραφιών, η πώληση προϊόντων ακόμη και τα προικοσύμφωνα …
Οι συμβολαιογραφικοί τίτλοι δεν ήταν παρά απλή και τυπική επιβεβαίωση των ήδη προφορικώς με τη μπέσα «συνομολογηθέντων».
Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι πολλές οικογενειακές περιουσίες έχουν μεταβιβαστεί «δια λόγου» με «συμφωνίες δηλαδή κυρίων» όπως κάποιος σύγχρονος παρατηρητής θα έλεγε.
Ο «λόγος τιμής» για τους Αρβανίτες δεν ήταν προσχηματικός λόγος ούτε υπέκρυπτε σκοπιμότητα. Το Δίκαιο σήμερα προσπαθεί με λεπτομερείς ρυθμίσεις να καλύψει μια αδήριτη ανάγκη, αυτήν της «αμφιβολίας», του κατά πόσο δηλαδή, θα τηρηθεί μια συμφωνία μεταξύ δυο μερών και κατά πόσον δεν θα υπάρξει υπαναχώρηση και «δολιότητα προθέσεων».
Κι όμως, οι «αμφιβολίες» και οι όποιες επιφυλάξεις στο αρβανίτικο δίκαιο αίρονταν με τη «μπέσα», η δε πραγματική βούληση των δυο μερών εξωτερικεύονταν και ήταν απαρχής ξεκάθαρη και διαφανής.
Στον αντίποδα και στις όποιες περιπτώσεις «καταστρατηγούνταν» η μπέσα, η «ατιμία» ήταν η χειρότερη μορφή προσωπικής απιστίας και το μεγαλύτερο παράπτωμα που μπορούσε να συμβεί, μιας και έχαναν μονομιάς οι παραβάτες του «άγραφου νόμου της μπέσας» την κοινωνική υπόληψή τους, ήταν «δακτυλοδεικτούμενοι» και κανείς πλέον δεν τους εμπιστεύονταν…
Η λέξη «άτιμος και ατιμία» στην τοπική αρβανίτικη κοινωνία των Βαγίων ήταν συνώνυμα της εξαπάτησης, της «δολιότητας» και κατόπιν αυτών της «δίκαιης διαπόμπευσης» και της κοινωνικής κατακραυγής των υπαιτίων. Έτσι εννοούσαν κάποια χρόνια πριν οι πρόγονοι μας το «έννομο συμφέρον τους» κι έτσι το προάσπιζαν, τόσο απλά …
Η νομική οδός των δικαστικών αγωγών «αναγνωριστική, διαπλαστική, πλαγιαστική αγωγή κλπ» και ή άσκηση ενδίκων μέσων ήταν τότε ως διαδικασίες μάλλον άγνωστες …
Νομικές έννοιες όπως «νομή και κυριότητα, ψιλή κυριότητα, ενέχυρο, υποθήκη, εμπράγματη εγγύηση και κάθε άλλη ασφάλεια» δεν ήταν έννοιες ουσιαστικού περιεχομένου στις τότε έννομες σχέσεις και στις «ιδιωτικές διαφορές»…
Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα αποτελούσαν παλιότερα στα Βάγια και οι «κολιγιές», δηλαδή οι από κοινούς συμφωνίες ιδιοκτητών χωραφιών για «συγ-καλλιέργεια» και μοίρασμα της σοδειάς σε ίσα μέρη, συμφωνίες βασισμένες πάντα στη «μπέσα»...
Σήμερα στις μέρες μας, οι γραπτοί κανόνες δικαίου έχουν επιβληθεί και αποτελούν την «πρώτη ύλη» πάνω στην οποία στηρίζονται τα δικαστήρια ουσίας για να εκδώσουν τις αποφάσεις τους. Ο Αστικός Κώδικας και πλήθος άλλοι Κώδικες της Δικονομίας εμπεριέχουν και κωδικοποιούν τις θεμελιώδεις νομικές σχέσεις και τους νομικούς κανόνες, ώστε να επιλύονται οι ένδικες διαφορές κατά δίκαιο τρόπο. Σήμερα ο νομικός πολιτισμός έγινε πιο ουσιαστικός, όσο όμως πιο λεπτομερειακά ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις, τόσο μεγαλύτερα προβλήματα, επιφυλάξεις και αμφιβολίες γεννιούνται, με απόρροια, να ωθούνται και να συνωστίζονται οι πολίτες στα δικαστήρια όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών για να «βρουν το δίκιο τους»…
Γιατί άραγε; Η νομική θωράκιση που διέπει την οργάνωση μιας κοινωνίας δεν αποτυπώνει το αξιακό της σύστημα, δεν προστατεύει τα έννομα αγαθά και διασφαλίζει τα ατομικά δικαιώματα, δεν υπαγορεύει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, δεν αντανακλά την πραγματική βούληση της Πολιτείας, δεν χαρακτηρίζει εν τέλει την ποιότητα του ίδιου του πολιτισμού της; Κάτι που συνήθως διαφεύγει της προσοχής των νομοθετών που «νομοθετούν ερήμην»…
Μήπως τελικά πέρα από τους δικονομικούς κανόνες και Κώδικες ή τις νομικές «ταυτότητες» ήταν πιο απλοί οι παλιότεροι Αρβανίτες στη σκέψη και πολύ πιο πρακτικοί στις ενέργειες τους; Μήπως τελικά επειδή κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο αλληλοσεβασμός, η αλληλοεκτίμηση, η ομαλή κοινωνική συνύπαρξη χωρίς «αναγκαστικούς κανόνες δικαίου» οι σχέσεις ήταν πιο ανθρώπινες και η μπέσα συνέβαλε άμεσα σ΄ αυτό;
Μήπως όπως χαρακτηριστικά -και γλαφυρά- έλεγαν οι Αρβανίτες:
«Φιάλ΄α ε-ρ΄-ντ, τ΄σ ντό ώρ, ντό σ΄σιούμ μέντ έ σ΄σιούμ φόρ…»
Οποτεδήποτε, η σοβαρή κουβέντα (ή υπόσχεση που δίνεται)
θέλει αρκετό μυαλό και μεγάλη δύναμη…
Μιας φράσης «παραβολικής» που το νόημα και η σημειολογική της αξία έχει «χαθεί» και «παραπέσει» σήμερα μάλλον και στα Αρβανιτοχώρια, όπου η πανθομολογούμενη αρβανίτικη ντομπροσύνη αποτελεί στοιχείο «προς εξαφάνιση». Όσο κι αν ανεβαίνει ο «δείκτης του πολιτισμού» και ευημερούν οι υπόλοιποι «δείκτες κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης», όσο περισσότερες ασφαλιστικές νομικές δικλείδες «εφευρίσκονται» για να ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις και το δίκαιο των συναλλαγών, η κρίση εμπιστοσύνης αυξάνεται κατά περίεργο τρόπο…
Κάνοντάς μας σήμερα να στεκόμαστε λίγο αμήχανοι και αρκετά προβληματισμένοι, όταν προσπαθούμε να «ερμηνεύσουμε» και να αντιληφθούμε τις κοινωνικές παραμέτρους της μπέσας και την καθοριστική σημασία της, στην ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και στην ομαλή κοινωνική διαβίωση και συμβίωση των κατοίκων του χωριού εκατοντάδες χρόνια…
--------------------------------------------------------------------------------
ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Οι Αρβανίτες είναι στην πλειονότητα τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και ανέκαθεν ήταν δίγλωσσοι. Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, έχει κοινή προέλευση με την επίσημη Αλβανική και έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Ελληνική γλώσσα με την οποία έχει έρθει σε επαφή, από τα Λατινικά και από τα Σλαβικά. Η γλώσσα πλέον βρίσκεται σε παρακμή, εν μέρει εξαιτίας της μετακίνησης των Αρβανιτών από τα χωριά τους στις ελληνόφωνες πόλεις και εν μέρει λόγω της πλήρους πολιτιστικής ενσωμάτωσης των Αρβανιτών από το ελληνικό περιβάλλον.
-----------------------------------------------------------------------------------
Δημογραφικά στοιχεία
Όπως ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός, οι Αρβανίτες εδώ και χρόνια μεταναστεύουν από τα χωριά τους στις μεγάλες πόλεις, και ειδικά στην πρωτεύουσα, την Αθήνα, στην οποία ζούσαν πολλοί Αρβανίτες στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν αυτή γίνει πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη (1960), από το 1350 μ.Χ. έως το 1418 μ.Χ., 81.200 Αρβανίτες, μισθοφόροι στρατιώτες και οι οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων (Δυναστεία Παλαιολόγων), των Καταλανών και των Βενετών.
Η ανάμειξη των Αρβανιτών με τους πολυπληθέστερους γηγενείς του ελλαδικού χώρου, είχε ως αποτέλεσμα με το πέρασμα των αιώνων, μεγάλο μέρος τους να αφομοιωθεί πλήρως γενετικά και πολιτισμικά, αφήνοντας απογόνους με κάποια μακρινή αρβανίτικη καταγωγή, έτσι ώστε ο πληθυσμός των σημερινών Αρβανιτών, που διατηρήθηκε με ενδογαμίες και την συνέχιση της αρβανίτικης κουλτούρας, είναι πολύ μικρός. Έτσι ο τωρινός πληθυσμός των Ελλήνων Αρβανιτών που έχουν ολική ή μερική (πατρική ή μητρική) αρβανίτικη καταγωγή δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Κατά μία εκδοχή, φτάνει τις 150.000.[1] Η τελευταία απογραφή στην οποία καταμετρήθηκαν οι ομιλούντες τη γλώσσα έγινε το 1951 και αναφέρει 23.000 ομιλητές, αριθμός που κατά τους μελετητές είναι υπερβολικά μικρός για να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.[2] Νεότερες επιτόπιες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των ομιλούντων αρβανίτικα σε 30.000 για την Αττική και Βοιωτία (1977) και 50.000 για όλη την Ελλάδα (1993).[2]
-------------------------------------------------------------------------------------

ΜΠΕΣΑ ΓΙΑ ΜΠΕΣΑ

Στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν μερικές λέξεις, όπως η μπέσα, που δεν μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, είπε προ ημερών ο κ. Γιώργος Καραταζαφέρης, δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτό την άρνηση του προέδρου της ΝΔ κ. Αντώνη Σαμαρά (ίσως δε και την δική του) να βεβαιώσει εγγράφως τις Βρυξέλλες ότι αυτά που λέει τα εννοεί.
Ξεπερνώντας το γεγονός ότι αυτή η ιδιαίτερα προσφιλής στους Ελληνες Αρβανίτες λέξη είναι αλβανικής προέλευσης, δεν μπορεί κανείς παρά να είναι ικανοποιημένος από την επιστροφή της μπέσας στην Ελλάδα. Διότι εδώ και μερικά χρόνια δεν υπήρχε.
Δεν υπήρχε για παράδειγμα όταν ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης έκανε τη μπαμπεσιά να «καρφώσει» τη χώρα του στις Βρυξέλλες με την περίφημη πλέον "απογραφή της αλήθειας". Πολλοί τότε τον προειδοποίησαν ότι με την ενέργειά του σκάβει τον λάκκο της Ελλάδας. Αυτός όμως όχι μόνο επέμεινε, αλλά κατηγόρησε και τις κοινοτικές υπηρεσίες για ανεπαρκή έλεγχο των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων. Η κοινοτική γραφειοκρατία - την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη - δικαιολογήθηκε, με τον δέοντα σεβασμό προς το ελληνικό κράτος, ότι δεν είχε ούτε το προσωπικό ούτε την εντολή για εξονυχιστικούς ελέγχους. Αφησε όμως να εννοηθεί ότι επί της ουσίας ο κ Γ. Αλογοσκούφης απλώς προέβη σε λογιστικές αλχημείες και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να τις βαπτίσει «απογραφή της αλήθειας».
Και άλλες χώρες προέβαιναν σε ανάλογες αλχημείες (βλ. Πορτογαλία, Ιταλία κ.α.) χωρίς ωστόσο να τις ονομάζουν «απογραφή της αλήθειας». Αν υπήρχε λίγη μπέσα εκείνη την εποχή, κάποιος θα είχε συγκρατήσει τον κ Γ. Αλογοσκούφη και η Ελλάδα δεν θα είχε τη μόνιμη πλέον ρετσινιά της χώρας που εισήλθε με απάτη στο ευρώ. Αν δε υπήρχε πραγματική μπέσα οι αρμόδιοι θα φρόντιζαν τουλάχιστον να δίνουν έκτοτε αληθινά στοιχεία στις Βρυξέλλες.
Λίγα χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα της κρίσης και υπό την πίεση των αγορών, η πραγματική απογραφή της αλήθειας έγινε αναπόφευκτη. Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η Ελλάδα είναι υπότροπος και ότι τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών δεν ήταν αληθή. Η αντίδραση των κοινοτικών υπηρεσιών, που δεν είχαν ξεχάσει ότι κατά το παρελθόν η Ελλάδα τις είχε κατηγορήσει, υπήρξε δριμεία και επί της ουσίας κατέλαβαν την πολύπαθη Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας. Εφάρμοσαν τους πλέον ανελαστικούς, παγκοσμίως, κανόνες εκτίμησης των στατιστικών στοιχείων, τα οποία ωστόσο, εκτός από τραγικά για τη χώρα, είναι διεθνώς αξιόπιστα. Παράλληλα όμως συνέταξαν και μια έκθεση για τις αιτίες του ελληνικού προβλήματος της οποίας το συμπέρασμα ήταν λίγο πολύ ότι οι ελληνικές υπηρεσίες δεν είναι απλώς κακοδιοικούμενες, αλλά και ανέντιμες!
Αν υπήρχε λίγη μπέσα κάποιο αυτί θα ίδρωνε στην Ελλάδα. Ομως δεν ίδρωσε το αυτί κανενός. Οπως δεν ίδρωσε ούτε όταν η Ελλάδα υποχρεώθηκε, με απόφαση συνόδου κορυφής να ζητήσει τη βοήθεια της Ευρώπης για να στήσει το κράτος της. Ούτε άλλωστε ίδρωσε κανένα αυτί με την ανακοίνωση της συνόδου κορυφής του Ιουλίου για το κούρεμα του ελληνικού χρέους όπου σαφώς αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση ανυπόληπτου κράτους και ότι οι άλλες χώρες της ευρωζώνης «θα τιμήσουν τις υπογραφές τους».
Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να είναι ένα κράτος που με διεθνή βούλα δεν τιμά την υπογραφή της, όμως οι πολιτικοί ηγέτες της εμφανίζονται αποφασισμένοι εφεξής να προσέχουν που βάζουν τη δική τους. Αν δε στο μέλλον υποχρεωθούν να βάλλουν σε κάποιο χαρτί την υπογραφή τους, τότε μάλλον θα ισχυρισθούν πως αυτό που υπέγραψαν δεν είναι αυτό που τους ζητούσαν, αλλά αυτό που οι ίδιοι επέλεξαν. Διότι επιτέλους, σε αυτή τη χώρα υπάρχει και μπέσα.
------------------------------------------------------------------------------------
Οι εταίροι μας κι η μπέσα

Αλήθεια, ξέρετε τι είναι η μπέσα, κύριοι δανειστές μας; Μπέσα (η) ουσ. Από την αλβανική λέξη “besa” (αόριστη μορφή του bese) < πρωτοαλβανική, “baitsi”. Σημαίνει «πίστη», «εμπιστοσύνη».
-
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, το πρωί της Τρίτης, έκανε λόγο περί «μπέσας». Κατάλαβαν, άραγε, οι δανειστές μας τι είπε;
Συγκεκριμένα, ο υπουργός Οικονομικών είπε -αναφερόμενος στον Τσίπρα και στη συνέντευξη που έδωσε στον «Ενικό»- ότι (ο πρωθυπουργός) έχει «μεγάλο δίκιο. Εμείς πήγαμε με την αίσθηση ότι μια συμφωνία είναι συμφωνία. Ότι όταν σφίγγουμε το χέρι και λέμε ότι αυτό σημαίνει το “α” και όχι το “β”, σημαίνει το “α” και όχι το “β”. Από την άλλη μεριά, όμως, δυστυχώς, δεν επεδείχθη ίδια προσήλωση στην μπέσα».
Αλήθεια, ξέρετε τι είναι η μπέσα, κύριοι δανειστές μας;
Μπέσα (η) ουσ. Από την αλβανική λέξη “besa” (αόριστη μορφή του bese) < πρωτοαλβανική, “baitsi”. Σημαίνει «πίστη», «εμπιστοσύνη». Τη συναντάμε και τη χρησιμοποιούμε μέσα σε αρκετές φράσεις: «Μπέσα για μπέσα» – για έμφαση, σε περιπτώσεις που δίνεται λόγος τιμής ή «έχω μπέσα» – κρατώ τον λόγο μου ή «δεν έχει μπέσα» – είναι ανάξιος εμπιστοσύνης.
Αυτή η λέξη αναφέρεται σε πολλές βαλκανικές γλώσσες – βλέπε την αλβανική, την αρβανίτικη, την ελληνική. Σε κάθε γεωγραφική περιοχή, η μπέσα (besa) αναφέρεται σε έναν εθιμοτυπικό κώδικα τιμής που έχει τις ρίζες της στον Μεσαίωνα. Επίσης, η ίδια λέξη εντοπίζεται στο Kanuni (δεν θυμίζει το ελληνικό «Κανών»;), μια συλλογή παραδοσιακών νόμων οι οποίοι διδάσκονταν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, ενώ κάποια στιγμή καταγράφηκαν επίσημα από τον πρίγκιπα Leke Dukagjini. Αντίστοιχα, ο Μάρκος Μπότσαρης στο λεξικό του, προσδίδει στην «μπέσα» την ερμηνεία «θρησκεία» (πίστη), αναλογικά με τη χρήση της ανά εποχές από τους Αρβανίτες.
Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει πως ονομαζόταν έτσι ο όρκος που έδιναν οι συγγενείς του σκοτωμένου προς τους συγγενείς του φονιά: «Παιδιά, μη φοβάστε, έχουμε μπέσα, δεν θα πάρουμε το αίμα μας πίσω» – εν ολίγοις, δεν θα ξεκινούσε βεντέτα.
Άρα, όποιος δεν έχει μπέσα τι είναι; «Μπαμπέσης», τι άλλο – και χωρίς εισαγωγικά. Προέρχεται από την αλβανική λέξη “pabese”, που σημαίνει επίσης τον δόλιο ή ύπουλο άνθρωπο, το αναξιόπιστο ή άπιστο άτομο.
Πότε άλλοτε μάς είχε κάνει εντύπωση η (δημόσια) χρήση αυτής της λέξης; Ήταν το 2011, σε μια ομιλία του προέδρου του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, του Γιώργου Καρατζαφέρη, όπου έγινε αναφορά στην μπέσα του ελληνικού λαού, σχετικά με την αξιοπιστία του στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει.
Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε και φιλότιμο (πώς τους το εξηγείς, τώρα, αυτό) και ότι θα αποπληρώσουμε τα χρέη μας. Τι, όχι;
Κλείνω τον υπολογιστή μου, όση ώρα γράφω αυτό το κείμενο τραγουδάω -συνεχώς- «Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα», του τεράστιου Γιώργου Μητσάκη, από το (πολύ μακρινό, πια) 1949.
«Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια» ο τίτλος του τραγουδιού – στη δική μας περίπτωση αναζητείται μπέσα στους δανειστές μας – αλλά κι εκείνοι, μη νομίζεις, λόγω των δανειακών μας υποχρεώσεων, ψάχνουν τη δική μας…
----------------------------------------------------------------------------------
Περί ”μπέσας”


Η μπέσα= πίστη, εμπιστοσύνη, ετυμολογικά είναι ουσιαστικό καταχωρημένο πια και στην επίσημη γλώσσα μας, προερχόμενο από την αλβανική λέξη bese και ήταν η ουσιαστική επισφράγιση και συνομολόγηση μιας υπόσχεσης ότι θα τηρηθεί απαρέγκλιτα η συμφωνία που γινόταν.
Αυτός που έδινε τη μπέσα είχε πλήρη συνείδηση και επίγνωση ότι η υπόσχεσή του ήταν αμετάκλητη, εξ ου και η φράση «μπεσαλής» που περιέγραφε και περιγράφει το «ντόμπρο» άνθρωπο και το υπεύθυνο άτομο.
Ο παππούς μου έλεγε ότι αυτοί που πίνουν είναι καλοί άνθρωποι. Και το αιτιολογούσε λέγοντας ότι ο ποτό σε κάνει να λες τα μυστικά σου άρα αυτοί που πίνουν άφοβα δεν έχουν ένοχα μυστικά. Κατά συνέπεια, την νύχτα στα μπαρ βλέπεις τον ίδιο κόσμο της ημέρας αλλά μεταμορφωμένο. Το νερό της ζωής(aqua vita), όπως πρωτοχαρακτηρίστηκε το αλκοόλ, σε κάνει αληθινό, απαλλαγμένο από ψέματα και δήθεν συμπεριφορές.
Ο παππούς μου πέθανε πριν πολλά χρόνια. Στα πρώτα μου βήματα όμως άκουγα ότι οι ‘’της νύχτας’’ είναι τα καλύτερα παιδιά. Ήταν η πρώτη φόρα που θυμήθηκα τα λεγόμενα του και τα συνδύασα. Χάρηκα που το δικό μου σινάφι είναι από τα ‘’καλά’’! Μεγαλώνοντας και αποκτώντας ολοένα και μεγαλύτερη εμπειρία στα επαγγέλματα μαζικής εστίασης δουλεύοντας σε διάφορες θέσεις από ποτηράς και σερβιτόρος μέχρι μπάρμαν και τραγουδιστής κατάλαβα ότι ο κανόνας του παππού μου έχει και εξαιρέσεις. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και η κοινωνία γινόταν ολοένα και περισσότερο ‘’μπαμπέσα’’ (χωρίς μπέσα δηλαδή) καταλάβαινα ότι οι εξαιρέσεις γίνονταν περισσότερες από τον κανόνα. Α ρε παππού, πού είσαι;
Σήμερα, λέξεις όπως προσωπικό συμφέρον, επαγγελματική εξέλιξη, μυστικοπάθεια έχουν αντικαταστήσει τις : ομαδικότητα, συναδελφοσύνη, ντομπροσύνη.
Από την άλλη, ίσως να είμαι πολύ ρομαντικός. Αυτή είναι η μόνιμη αιτιολογία που ακούω τελευταία και έχω αρχίσει και την πιστεύω. Αλλά θεωρώ ότι το να τσουγκρίζεις το ποτό σου με κάποιον ή να συντρώς ή να μιλάς για γκόμενες ή να κλαις ενώ μιλάς για πρώην σου σε βάζει αυτόματα σε έναν κύκλο κοινής εμπιστοσύνης, αλληλοεκτίμησης, αλληλοσεβασμού.That’s all.
Ίσως πάλι να έχω υψηλές προσδοκίες από συγκεκριμένα άτομα. Κακό; Όπως αποδεικνύεται ναι. Σε κάθε περίπτωση, αυτός είμαι. Love me or hate me.
Ήθελα να κλείσω με ένα τραγούδι. Σκεφτόμουν το ‘’with a little help from my friends’’ των Beatles αλλά θα προτιμήσω τον Λούκι κινδυνεύοντας για άλλη μία φορά να χαρακτηριστώ πιο γραφικός κι από την Σαντορίνη.
Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου – Λουκιανός Κηλαηδόνης
-----------------------------------------------------------------------------------------
ΤΥΧΕΡΟ ΕΒΡΟΥ 26-3-2016 ΚΑΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

4 σχόλια:

  1. Κρίμα που τα Αρβανίτικα δε διδάσκονται στα σχολεία, ως μαθημα επιλογής και στα μέρη όπου υπάρχουν Αρβανίτες. Αλλά η πολιτική του Ελληνικού κράτους δυστυχώς ήταν και είναι αυτή της ομογενοποίησης και του φόβου απέναντι όχι μονο σε μειονότητες αλλά και σε τοπικές συνήθειες και τοπικά ιδιώματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στην τριπολιτσα αναφέρεται ο κολοκωτρωνης(εγώ την μπεσα μου την κράτησα) προς ορισμένους αλβανούς που συνέχιζαν να πολεμούν πάρα να παραδοθούν. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΓΕΜΙΖΑΙ ΤΟ ΜΆΤΙ ΓΙΑ Κολοκοτρώνη τον φανταζόταν πιο εύσωμο. Και έτσι τους έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν. Ήταν οι πιο αξιόμαχοι του πάσα και για να μη χυθη τόσο αίμα και απ τους δύο πλευρές κάναν μπεσα να παραδοθούν και να τους αφήσουν να φύγουν. Δεν τον είχαν όμως δει. Οποται φαίνεται καθαρά η έννοια της. Συμφωνία..... Ευχαριστω
    .
    2020-06-23 18

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. δεν εχη σχεση οπως λενε οι αλβανοι με την μπεσα.το φιλοτιμο δεν ξεχωριζη ενα βασικο οπως το φυλλο,αντρα γυναικα που το καννη η μπεσσα.φιλοτιμο διδεται ακομα και στο παιδι.επισης χαρακτηριζη συχνα πικνα το εθνος,το λαο μας,την ανθρωπια τη συμπονια χωρις επαναλαμβανω καμ.διακ.πχ:κιο και ο κλεφτης ακομα και μην ξεχνμαι το (απο οταν βγηκαι το συγνωμη χαθηκαι το φιλοτιμο).θαλεγα οτι αν εξελιξη της μπεσας ηταν η λεξη ντομπρος που και εδω μιλαμαι παλι σε ευθυ σωστο δικαο λογο η πραξη οπως λεμε (ντομπρα πραγματα)αντρικα,δικαια,ηλικρεινα,αφοβα,αμετακλητα.Αυτο ερχεται στα ελληνικα γαντι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η λέξη μπεσα είναι αλβανική.δεν έχουν καμία σχέση οι Αρβανίτες οι Αρβανίτες την μάθανε έτσι και αλλιώς γιατί η διάλεκτος τους είναι μπερδεμένα αλβανικά με αλληνικα μαζί .... Είναι καθαρά αλβανική λέξη ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν στην ανάδειξη των στόχων του ιστολογίου . Υβριστικά και προσβλητικά θα διαγράφονται